Skip to main content

Γιάννης και Τάιλερ κρατούν το τιμόνι και δίνουν χρόνο σε όλους

Το 2/2 της εθνικής ομάδας στο Μιλάνο έχει δύο υπογραφές και (πιθανώς) πολλαπλά οφέλη. Γράφει ο Μιχάλης Στεφάνου.

H νίκη επί της Ιταλίας εξασφάλισε στην ελληνική ομάδα σοβαρό προβάδισμα για την πρώτη θέση του ομίλου της και στον Δημήτρη Ιτούδη την άνεση να διαχειριστεί τα τρία επόμενα παιχνίδια με λιγότερη πίεση και -λογικά- με πιο ανοιχτό ροτέισον. Επιπλέον, αυτό το 2/2, το οποίο μάλιστα επιτεύχθηκε κόντρα στους πιο ισχυρούς αντιπάλους αυτής της πρώτης φάσης, προσφέρει την ευκαιρία στο ομοσπονδιακό συγκρότημα να βελτιώσει τον ρυθμό και τη συνοχή του και εν τέλη ν' ανέβει επίπεδο στην απόδοσή του, παίζοντας χωρίς ιδιαίτερο άγχος μέχρι τα νοκ άουτ. Όπως και να εξελιχθούν τα πράγματα τις τρεις εναπομείναντες αγωνιστικές, άλλωστε, στη φάση των "16" δεν πρόκειται να μας περιμένει κανένα μεγαθήριο, αλλά μία εκ των Ισραήλ, Φινλανδίας, Πολωνίας και Τσεχίας, δεδομένου ότι η Σερβία θα είναι πρώτη και η Ολλανδία τελευταία στον Δ' όμιλο. 

Έως τώρα, πάντως, η εικόνα της εθνικής είναι πάνω κάτω εκείνη που περιμέναμε. Στο Φόρουμ του Μιλάνο έχουμε παρακολουθήσει μια ομάδα ανταγωνιστική, με εμφανή τη διάθεση να παλέψει για κάθε διεκδικούμενη κατοχή, καθοδηγούμενη από δύο παίκτες που ξεχωρίζουν στο ρόστερ της σαν... τις καλαμιές στον κάμπο. Ο ένας γιατί πολύ απλά είναι ένα παγκόσμιο φαινόμενο κι ο δεύτερος γιατί διαθέτει μια σπάνια ευχέρεια στο σκοράρισμα -ιδιαίτερα από μακρινή απόσταση- και μάλιστα κάτω από τις πιο δύσκολες συνθήκες. Γιάννης Αντετοκούνμπο και Τάιλερ Ντόρσεϊ πήραν με το καλημέρα από το χέρι την ελληνική ομάδα χαρίζοντάς της ουσία, ασφάλεια και αυτοπεποίθηση, μα πάνω απ' όλα, χρόνο...

Χρόνο στους νυν ή μέχρι πρότινος απόντες, ώστε να επανέλθουν, να ενταχθούν στο σύνολο και να βρεθούν στην επιθυμητή φόρμα. Χρόνο σε κάποιες σημαντικές μονάδες, ώστε να βελτιώσουν την απόδοσή τους και να προσεγγίσουν τα αγωνιστικά τους στάνταρ. Χρόνο ακόμα και στον προπονητή, ώστε να προσαρμοστεί στις επιστροφές των τραυματιών και στα νέα σχήματα που προφανώς θα προκύψουν. Χρόνο, με λίγα λόγια, σε ολόκληρη την ομάδα, ώστε να ευθυγραμμιστεί μαζί τους στην πορεία προς την κορυφή. 

Πολλές φορές συνηθίζουμε να λέμε ότι η στατιστική δεν αποτυπώνει την πραγματικότητα, όμως στην προκειμένη περίπτωση αριθμοί και εικόνα οδηγούν στο ίδιο συμπέρασμα . Με 26 πόντους, 11 ριμπάουντ, 4,5 ασίστ και 30 βαθμούς αξιολόγησης κατά μέσο όρο ο αστέρας των Μπακς και με 25 πόντους (57% στο τρίποντο σε 9,5 (!) προσπάθειες ανά αγώνα), 4 ριμπάουντ και 23 βαθμούς αξιολόγησης ο πρώην ερυθρόλευκος, αποτελούν το δίχως άλλο, τους απόλυτους πρωταγωνιστές μας στο παρκέ, μακράν του τρίτου. 

Σε αμφότερες τις αναμετρήσεις, η εθνική ήταν συνολικά ανώτερη, έλεγξε το μεγαλύτερο μέρος τους, πήρε συνολικά 37 πόντους από αιφνιδιασμούς και πάνω απ' όλα έδειξε χαρακτήρα όταν οι αντίπαλοί της επιχείρησαν την αντεπίθεσή τους. Ξέρετε, το μπάσκετ παίζεται από δύο ομάδες κι όσο κι αν μας απασχολεί η δική μας, είναι ανόητο να εξηγούμε οποιαδήποτε εξέλιξη με μοναδικό κριτήριο την δική της απόδοση. Καμιά φορά μπορεί να μην είναι τα πάντα στο χέρι των δικών μας διεθνών. Να μην αποτελεί αποκλειστική ευθύνη τους η απώλεια μιας διαφοράς, ούτε να συνιστά... αυτοκτονία. Επηρεάζουν και οι άλλοι το παιχνίδι, δεν ανεβοκατεβαίνουν το παρκέ αμέτοχοι.

Η Ιταλία έκανε υπερπροσπάθεια να μείνει "ζωντανή" μπροστά στο κοινό της, πήγαινε δυνατά σε όλα τα επιθετικά ριμπάουντ, πάλεψε στην άμυνα, και είχε στις τάξεις της έναν εκπληκτικό Φοντέκιο και δύο εξαιρετικούς συμπαραστάτες, τον Τονούτ και τον Πολονάρα. Αντίστοιχα και η Κροατία, που υπερίσχυσε καθαρά στο δεύτερο ημίχρονο, χάρη στην ηγετική φυσιογνωμία του Σιμόν, αλλά και την εκτελεστική δεινότητα του Τζέιλεν Σμιθ.

 Το ότι και στις δύο περιπτώσεις η ελληνική ομάδα κατάφερε να πάρει το αποτέλεσμα, βγάζοντας κορυφαίες φάσεις και στις δύο πλευρές του παρκέ, είναι ένα γεγονός που δεν πρέπει να υποτιμάται επειδή σε κάποιο σημείο του ματς "φαινόταν" ότι θα κερδίσουμε εύκολα. Δεν ξέρω πόσοι έχουν ξεχαστεί στη δεκαετία του 80' και του 90', αλλά στο σημερινό μπάσκετ διαφορές των 15 και 20 πόντων, δεν εξασφαλίζουν απολύτως τίποτα. Μπορούν να δημιουργηθούν μέσα σε λίγα λεπτά και να εξανεμιστούν σε ακόμη λιγότερα. 

Το σημαντικό σε τέτοια τουρνουά, πέρα από κίνητρο και τη συνολική επιθυμία για διάκριση, είναι το μομέντουμ. Οι εθνικές ομάδες, άλλωστε, δεν έχουν τον χρόνο να βάλουν σοβαρές αρχές στο παιχνίδι τους, ούτε μπορούν να χτιστούν με την μακροπρόθεσμη λογική των συλλόγων. Ποντάρουν στους πιο αυτόφωτους παικτες τους, ελπίζοντας ότι η δική τους ακτινοβολία θα συμπαρασύρει και τους υπόλοιπους.  

Κάπως έτσι πορεύεται και το σύνολο της χώρας μας, το οποίο για την ώρα φωταγωγείται από τον "Greek Freak" και τον Ντόρσεϊ, περιμένοντας να ζεσταθούν για τα καλά και οι υπόλοιποι πυλώνες του. Παίκτες όπως ο Κώστας Σλούκας, ο Νικ Καλάθης, ο Γιώργος Παπαγιάννης, αλλά και ο αγνώριστος μέχρι χθες Ιωάννης Παπαπέτρου, μπορούν να καθορίσουν το στάτους της εθνικής και να δώσουν ακόμα περισσότερο αέρα στο ήδη ψηλό ταβάνι της. 

ΥΓ. Λέτε από τη νέα σεζόν οι Έλληνες διεθνείς των Μιλγουόκι Μπακς να γίνουν τρεις; Αν το δούμε κι αυτό...