Skip to main content

Χριστοδούλου, Γάσπαρης, Μπουντούρης, Τσαρτσαρής και Μάντζαρης θυμούνται τις προηγούμενες Ελληνικές συμμετοχές σε Μουντομπάσκετ

Η Εθνική Ελλάδας ετοιμάζεται να λάβει μέρος στο ένατο Παγκόσμιο Κύπελλο της ιστορίας της και οι Χρήστος Χριστοδούλου, Γιώργος Γάσπαρης, Νίκος Μπουντούρης, Κώστας Τσαρτσαρής και Βαγγέλης Μάντζαρης, «ξετύλιξαν» στο EOK WEB Radio το κουβάρι των αναμνήσεων τους από τις προηγούμενες συμμετοχές σε Μουντομπάσκετ της «επίσημης αγαπημένης.

Ο Χρήστος Χριστοδούλου είπε:

Για την προετοιμασία ενόψει του Μουντομπάσκετ 1986: «Για ‘μένα το 1986 ήταν μια έκπληξη η κλήση μου στην Εθνική ομάδα. Έπαιζα στο Σπόρτιγκ τότε, είχα κάνει, βέβαια, καλή χρονιά. Την… καλοδέχτηκα την κλήση μου και παρ’ ότι είχα τελειώσει τραυματίας τη χρόνια κατάφερα και έβγαλα όλη την προετοιμασία και έμεινα στην τελική 12άδα. Η βασική προετοιμασία έγινε στο Ναύπλιο, με γυμναστή τον Νίκο Σισμανίδη. Σκληρή η προετοιμασία, έγινε μια προεπιλογή 18-20 παικτών. Μετά ακολούθησαν φιλικά, το «Ακρόπολις» και βρέθηκα να μείνω στην τελική 12άδα για το Μουντομπάσκετ. Ο Φασούλας ήταν απών, δεν είχαμε άλλον ψηλό, είχαμε κάποια προβλήματα με Ιωάννου-Παταβούκα στην περιφέρεια που ήταν κι αυτοί τραυματίες τότε».

Για την πρώτη συμμετοχής της Εθνικής σε Παγκόσμιο Κύπελλο, το 1986: «Για ‘μας ήτα μια πρόκληση, γιατί το 1985 η Εθνική δεν έπαιξε ούτε στο Ευρωμπάσκετ, ήταν η πρώτη μας παρουσία σε τελικά Παγκοσμίου Κυπέλλου. Πηγαίναμε για το καλύτερο δυνατό, να βάλουμε την Ελλάδα στον μπασκετικό χάρτη. Και η 10η θέση που τερματίσαμε ήταν τιμητική, ειδικά σε σχέση και με το πού βρισκόταν τότε το ελληνικό μπάσκετ παγκοσμίως. Εμείς βρεθήκαμε στον όμιλο της Σαραγόσα με αντιπάλους την Ισπανία, τη Βραζιλία, τη Γαλλία, τον Παναμά και τη Νότια Κορέα. Κερδίσαμε τον Παναμά, τη Νότια Κορέα, τη Γαλλία και ηττηθήκαμε στον πόντο απ’ την Ισπανία με μια «εχθρική» διαιτησία. Επειδή χάσαμε και απ’ τη Βραζιλία, έπρεπε η Βραζιλία να κερδίσει την Ισπανία για να περάσουμε, κάτι που έγινε. Διασταυρωθήκαμε με τον όμιλο της Βαρκελώνης. Εκεί «κουβαλούσαμε» τις νίκες του προηγούμενου ομίλου, στα τρία παιχνίδια που παίξαμε με Σοβιετική Ένωση, Ισραήλ και Κούβα ηττηθήκαμε και έτσι τερματίσαμε στη 10η θέση».

Για την Εθνική Ανδρών: «Η ομάδα φυσικά κατεβαίνει με τις γνωστές ελλείψεις, οι οποίες είναι πολύ σοβαρές. Έχουμε ένα θέμα εκεί, αλλά και τα παιδιά που είναι στη 12άδα είναι καλοί παίκτες και πιστεύω θα παλέψουν για το καλύτερο δυνατό. Κατά τη γνώμη μου, αυτό που ότι λείπει απ’ την ομάδα είναι το μακρινό σουτ, ελπίζω να το βρούμε εκεί. Πιστεύω ότι και η κλήρωση μάς βοηθάει λίγο, γιατί αν κερδίσουμε Ιορδανία και Νέα Ζηλανδία περνάμε και συναντάμε Λιθουανία και Μαυροβούνιο λογικά. Θεωρώ ότι είναι βατό, παλεύονται τα παιχνίδια. Με καλή προσπάθεια και καλή παρουσία πιστεύω ότι μπορούμε να μπούμε στην 8άδα».

Ο Γιώργος Γάσπαρης μίλησε:

Για το Μουντομπάσκετ 1990: «Ήταν μια άτυχη στιγμή, ένας τραυματισμός του Νίκου Γκάλη. Ήταν μεγάλη ατυχία και μεγάλη απώλεια, κάτι που φάνηκε και στο κομβικό παιχνίδι με τη Ρωσία, όπου αν κερδίζαμε θα μπαίναμε στα μετάλλια. Ήταν μια μέρα που η μπάλα δεν έμπαινε με τίποτα στο καλάθι. Δεν πας ποτέ σε μια “μάχη” με ηττοπάθεια, δίνεις το καλύτερο και προσπαθείς για το καλύτερο. Εγώ σε δύο μεγάλες διοργανώσεις, ένα Ευρωμπάσκετ στη Ρώμη και ένα Παγκόσμιο στο Μπουένος Άιρες, στο ένα έλειπε ο Φάνης Χριστοδούλου και στο άλλο ο Νίκος Γκάλης αντίστοιχα. Δυστυχώς, ήταν το επίπεδο του μπάσκετ τέτοιο που δε σε έπαιρνε να έχεις ούτε μισή απώλεια. Οι “τέσσερις σωματοφύλακες” ήταν ο Χριστοδούλου, ο Φασούλας, ο Γιαννάκης και ο Γκάλης. Οι υπόλοιποι όπου μπορούσαμε, όσο μπορούσαμε, όταν χρειαζόταν να βοηθήσουμε ή να ξεκουράσουμε κάποιον. Έτσι ήταν το μπάσκετ τότε. Αν ήταν σε καλή μέρα αυτοί οι τέσσερις, κέρδιζες, αν ήταν σε κακή, έχανες. Γι’ αυτό αυτοί οι τέσσερις παίκτες “έχτισαν” έναν ολόκληρο μύθο γύρω απ’ το όνομά τους, γιατί πάνω σ’ αυτούς στηρίχτηκε όλο το ελληνικό μπάσκετ. Η αλήθεια είναι ότι απ’ τη στιγμή που έλειπε ο Νίκος Γκάλης ήξεραν όλες οι ομάδες ότι αν “στριμώξουν” τον Παναγιώτη Γιαννάκη η ομάδα “χωλαίνει”».

Για το παιχνίδι με τις ΗΠΑ: «Έχουν ειπωθεί πολλά γι’ αυτό το εκπρόθεσμο καλάθι του Γαλακτερού. Ίσως αν δεν έβαζε το χέρι του ο Νάσος να έμπαινε η μπάλα μέσα. Οι φοιτητικές ομάδες των ΗΠΑ δεν είχαν καμία σχέση με τις επόμενες ομάδες τους και ήταν και η τελευταία φορά που κατέβασαν φοιτητικές ομάδες. Ήταν και το μπάσκετ έτσι που οι παίκτες τότε ήταν top stars, καμία σχέση με το σήμερα. Μόνο ο Μαίκλ Τζόρνταν και ο Κόμπι Μπράιαντ έφτασαν αυτήν την αίγλη εκείνης της εποχής. Μιλάμε για ανθρώπους που έπαιζαν γκολφ το πρωί και έβγαιναν και έριχναν 40άρες και 50άρες το απόγευμα».

Για την τότε ομάδα της Εθνικής: «Είχε κάνει ένα πάρα πολύ σπουδαίο ο Νάσος Γαλακτερός, ο “rocket-man”. Με τον Παναγιώτη Γιαννάκη “κούμπωσαν” πάρα πολύ καλά. Ο Παναγιώτης ήταν καταπληκτικός σε αυτήν την πρώτη πάσα, τη μακρινή, ο Νάσος ήταν ένα αλτικό παιδί, που έτρεχε σε ανοιχτό γήπεδο σαν τρελό. Επειδή εγώ έζησα για πρώτη φορά αυτά τα παιδιά, είχαν τεράστια ευθύνη, ένιωθαν το βάρος στους ώμους τους. Θυμάμαι τον Παναγιώτη Φασούλα να κλαίει με “μαύρο” δάκρυ».

Ο Νίκος Μπουντούρης είπε:

Για το Μουντομπάσκετ του 1994: «Ήταν τρομερές οι στιγμές που ζήσαμε εκεί. Η προετοιμασία ήταν μετ’ εμποδίων απ’ την αρχή, δεν ήταν καλό το κλίμα, υπήρχαν πολλές «γκρίνιες». Συνεχίστηκε αυτό το κλίμα μέσα στην προετοιμασία, πήγαμε να παίξουμε φιλικά στην Ουάσιγκτον και μετά στον Καναδά. Στην Ουάσιγκτον υπήρξε το θέμα με τον Ευθύμη Κιουμουρτζόγλου, επιλέχθηκε να συνεχίσει ο Μάκης Δενδρινός. Έτσι, σ’ ένα άσχημο κλίμα και, μάλιστα, κοντά και με την ιστορία του ποδοσφαίρου τότε όπου η Εθνική είχε πάει άσχημα στο Μουντιάλ, υπήρχε μια προσδοκία ότι εμείς θα «σώσουμε» το όνομα και το γόητρο της πατρίδας. Εμείς μέσα μας είχαμε την αγωνία γιατί ξέραμε ότι δεν είμαστε στην καλύτερη φάση ως ομάδα. Βγάλαμε αντίδραση, όμως, και τα πήγαμε πολύ καλά θα έλεγα».

Για τη στήριξη του κόσμου στο τουρνουά: «Ήταν συγκινητική, μας “αγκάλιασε” και η ομογένεια. Ζήσαμε στιγμές που δεν τις περιμέναμε, γιατί φοβόμασταν την άσχημη απόδοση τη δική μας. Οι παίκτες που είχαμε εμείς, τον Γιάννακη, τον Φασούλα και τον Χριστοδούλου, ήταν σε άλλο επίπεδο, μπορούσαν να παίξουν και… χωρίς προπονητή. Ήταν προπονητές μες στο γήπεδο. Αυτή η απόδοσή τους έφερε σ’ ένα υψηλό επίπεδο την ομάδα».

Για την ήττα απ’ τις ΗΠΑ στα ημιτελικά: «Ήταν πολύ δυνατοί παίκτες, παικταράδες. Η αλήθεια είναι ότι σ’ αυτό το παιχνίδι σταθήκαμε πολύ καλά για ένα ημίχρονο. Από ‘κει και πέρα, ήταν λογικό να έρθει η αγωνιστική φθορά, γιατί ήταν σ’ ένα άλλο επίπεδο σωματικά, πολύ πιο δυνατοί. Και βέβαια ήταν και η Dream Team 2, οπότε και ψυχολογικά χάσαμε».

Για το Μουντομπάσκετ του 1998: «Δεν πήγαμε με κεκτημένη ταχύτητα, είχαμε τον Παναγιώτη Γιαννάκη προπονητή. Ο Παναγιώτης έχει αποδείξει ότι είναι πολύ οργανωτικός άνθρωπος και προπονητής, κρατάει μια σοβαρότητα κι ένα καλό επίπεδο σε όποια ομάδα έχει. Είχαμε επίσης πολύ καλούς παίκτες και πολύ καλή ομάδα, ήμασταν και στη έδρα μας, μας βοήθησε το όλο κλίμα. Δεν είναι εύκολο να βγεις πάλι 4ος στον κόσμο, αλλά η αλήθεια είναι ότι εκείνη η ομάδα θα μπορούσε να πάει και καλύτερα. Ήταν ένα παιχνίδι με τους Σέρβους που το χάσαμε στο τέλος και πιστεύω ότι αν πηγαίναμε τελικό θα ζούσαμε πολύ μεγάλες στιγμές, όπως και το 1987 μέσα στην έδρα μας».

Ο Κώστας Τσαρτσαρής αναφέρθηκε:

Στο Μουντομπάσκετ 2006: «Ήταν μια σεζόν η οποία διαδεχόταν την πολύ πετυχημένη πορεία μας στο Ευρωμπάσκετ 2005. Μια ομάδα που είχε στηθεί πάνω στις ίδιες βάσεις, με αυτοπεποίθηση στα ουράνια. Δυστυχώς πολύ νωρίς στο τουρνουά είχαμε την ατυχία με τον τραυματισμό τού Νίκο Ζήση και μάς στοίχησε ψυχολογικά, διότι είχαμε κάνει μια πάρα πολύ ωραία παρέα, μια οικογένεια. Μπορώ να πω, όμως, ότι μας συσπείρωσε κιόλας. Το θετικό της ιστορίας ήταν πως είδαμε ότι, ενώ ο Νίκος ήταν ένας εκ των κορυφαίων σκόρερ που είχαμε όλες αυτές τις χρονιές με την Εθνική, η απουσία του καλύφθηκε από άλλους παίκτες. Αυτό ήταν και το “μυστικό” εκείνης της Εθνικής ομάδας, ότι δεν υπήρχε ένας σταρ που θα “χτιστεί” η ομάδα γύρω του, αλλά ήταν η ομάδα ο σταρ. Καλύψαμε το κενό του Νίκου όσο μπορούσαμε. Ποτέ δεν ξέρεις, μπορεί με τον Νίκο παρόντα να ήμασταν διαφορετικοί στον τελικό και να καταφέρναμε κάτι καλύτερο. Από ‘κει και πέρα, η ιστορία “γράφεται” με αυτούς που έπαιξαν και το πώς έγιναν τα πράγματα».

Στο αν η Εθνική τότε είχε τα καλύτερα γκαρντ: «Ήταν σίγουρα τα καλύτερα γκαρντ του τουρνουά. Με τον Δημήτρη Διαμαντίδη, τον Θοδωρή Παπαλουκά, τον Βασίλη Σπανούλη και τον Νίκο Ζήση είχαμε πραγματικά 4 γκαρντ που κανείς δε μπορούσε ν’ ανταπεξέλθει απέναντί τους. Μην ξεχνάμε και τον Νίκο Χατζηβρέττα. Ήταν παίκτες σχετικά διαφορετικοί. Σ’ αυτήν τη θέση είχαμε μεγέθη, ο Θοδωρής και ο Δημήτρης είναι ψηλά παιδία με μεγάλα άκρα και η αντίληψή τους εξωπραγματική, άρα αμυντικά είχαμε ένα πλεονέκτημα και φάνηκε απέναντι σε κοντύτερους αντιπάλους. Το μυαλό των παιδιών αυτών ήταν αυτό που “εκτόξευσε” όλη την ομάδα και εμάς τους ψηλούς».

Στο αν τότε ήταν μια τεράστια ευκαιρία για το χρυσό μετάλλιο: «Φυσικά και ήταν μεγάλη ευκαιρία, δεδομένων και των συνθηκών. Κερδίσαμε τις ΗΠΑ που ήταν το αδιαφιλονίκητο φαβορί. Δυστυχώς μετά από τέτοια νίκη με τις ΗΠΑ μπορεί να χαλαρώσεις λιγάκι και δυστυχώς δεν εμφανιστήκαμε όπως θα έπρεπε στον τελικό, δεν ήμασταν 100% έτοιμοι. Μπήκαν και οι αστάθμητοι παράγοντες της τελευταίας στιγμής, δεν περιμέναμε τους Ισπανούς, αλλά τους Αργεντινούς, ενώ ο Πάου Γκασόλ, το μεγάλο αστέρι της Ισπανίας, ήταν τραυματίας. Εμείς προερχόμασταν από τεράστια νίκη επί των Αμερικανών, όλα τα κανάλια μας «βομβάρδιζαν» μέρα-νύχτα, ερχόταν τσάρτερ απ’ την Ελλάδα. Βέβαια, δεν ήμασταν παιδάκια, είχαμε μια εμπειρία, ξέραμε να διαχειριζόμαστε καταστάσεις. Για να πούμε και την αλήθεια, οι Ισπανοί έκτοτε παρουσίασαν την πιο πλήρη ευρωπαϊκή ομάδα ever μετά τους Γιουγκοσλάβους. Μια ομάδα που κατέκτησε τα πάντα και οι παίκτες της έπαιξαν στο ψηλότερο επίπεδο».

Στο Μουντομπάσκετ 2010: «Καταρχάς, το ρόστερ ήταν καταπληκτικό, πολύ δυνατό και στα φιλικά είχαμε μια πολύ ωραία εικόνα. Έρχεται, βέβαια, αυτό το φιλικό με τους Σέρβους, όπου μάς αποσυντόνισε πλήρως, επηρεαστήκαμε όλοι. Πήγαμε στην Τουρκία με δύο παιδιά τιμωρημένα για τα δύο πρώτα ματς, τον Αντώνη Φώτση και τον Σοφοκλή Σχορτσιανίτη, οπότε εγώ, ο Γιάννης Μπουρούσης και ο Ίαν Βουγιούκας ήμασταν οι μόνοι ψηλοί. Ο Γιάννης προερχόμενος από ένα κάταγμα στο χέρι μπήκε κακήν-κακώς γιατί δε γινόταν αλλιώς κι έπαιξε κι εκπληκτικά. Όπως ήρθαν τα πράγματα, χάσαμε το παιχνίδι με τους Τούρκους, το οποίο ήταν κομβικό για το πλασάρισμα στον όμιλο και ανάλογα τι θα κάναμε στο παιχνίδι με τους Ρώσους μάς έβγαιναν οι Αμερικάνοι ή οι Ισπανοί. Μάς ήρθαν οι Ισπανοί, πολύ δυνατοί και γνωστοί πια. Παίξαμε στα ίσα μέχρι και το τελευταίο πεντάλεπτο, αλλά κάπου εκεί τα πράγματα δεν πήγαν καλά, ηττηθήκαμε και γυρίσαμε με σκυμμένα κεφάλια. Ήταν ένα κρίμα των εθνικών ομάδων εκείνων των ετών, γιατί θα μπορούσε να προχωρήσει λίγο παραπέρα».

Ο Βαγγέλης Μάντζαρης μίλησε:

Για το Μουντομπάσκετ 2014: «Ήταν μια χρονιά που ξεκίνησε με πολύ ψηλές προσδοκίες, αλλά δυστυχώς δεν κατέληξε έτσι. Ο κόουτς Κατσικάρης τότε έβαλε τη δική του φιλοσοφία, ένα αρκετά πιο μοντέρνο μπάσκετ απ’ την εποχή τότε, ο Γιάννης είχε τα προσόντα, αλλά ήταν άπειρος και έκανε τα πρώτα του βήματα στην Εθνική. Έβρισκε το ρυθμό του σιγά-σιγά. Υπήρχαν παιχνίδια που κερδίσαμε και μέσα απ’ την άμυνα, όπως με την Κροατία, αλλά και απ’ την επίθεση, με την Αργεντινή. Τότε ήμασταν σε πολύ ικανοποιητικό επίπεδο στη φάση των ομίλων και σε άμυνα και σε επίθεση. Νομίζω ότι το χάσαμε λίγο με τη Σερβία, γιατί κάθε μέρα τα sites έβγαζαν ότι τσακώνονται, βρίζουν ο ένας τον άλλον και είχαν πάρα πολλά εσωτερικά προβλήματα. Ήταν ένα ματς που άλλαξε όλο το μομέντουμ του τουρνουά. Έπαιξαν πολύ μπασκετικό ξύλο, μας είχαν διαβάσει καλά, δεν ήμασταν αυτοί που έπρεπε και τελείωσε άδοξα μια χρονιά που μπορούσαμε να φτάσουμε ψηλά».

Για το Μουντομπάσκετ 2019: «Τότε “κουβαλούσες” τα αποτελέσματα απ’ τον όμιλο, οπότε μάς στοίχησε η ήττα απ’ τη Βραζιλία. Είναι αυτό που λέμε ότι 10 φορές να ξαναπαίζαμε δε θα χάναμε. Δυστυχώς, μετά αυτό μάς “κυνήγησε” στην επόμενη φάση, όπου η Τσεχία κέρδισε τη Βραζιλία με 10 πόντους κι έπρεπε μετά να κερδίσουμε τους Τσέχους με 12-13 πόντους για να προκριθούμε. Αν δε μετρούσε η διαφορά θα είχαμε περάσει σίγουρα. Πήγαμε στους 10 τη διαφορά, αλλά δεν αντέξαμε, βγήκε και ο Γιάννης Αντετοκούνμπο με 5 φάουλ… Θα έλεγα ότι τότε η διαιτησία δε σεβάστηκε τον Γιάννη. Η Τσεχία ήταν, βέβαια, μια καλή ομάδα, με πολλή ομοιογένεια. Ήταν ο “κορμός” της Νίμπουργκ, μαζί με Σατοράνσκι και Μπάλβιν, είχαν ένα καλό σύνολο».

Για τη φετινή Εθνική που ο πήχης δεν είναι τόσο ψηλά: «Ελπίζω αυτήν τη χρονιά που δεν υπάρχει “ταμπέλα” να κάνουμε κάτι. Το 2019 είχαμε μεγάλες βλέψεις και δεν τα καταφέραμε, φέτος που δεν έχουμε ίσως γυρίσει αντίστοιχα και να είμαστε αυτοί που πρέπει στα νοκ-άουτ».