Skip to main content

Βόβορας: «Για τους Λιθουανούς το ποδόσφαιρο είναι σαν να μην υπάρχει στη χώρα τους»

Ο προπονητής της λιθουανικής Νεπτούνας, Γιώργος Βόβορας, «φιλοξενήθηκε» στο ΕΟΚ WebRadio.

Μεταξύ άλλων, είπε:

Για το πώς βρέθηκε στη Λιθουανία και τη Νεπτούνας: «Όλο αυτό το διάστημα που έμεινα έξω, κοντά στον 1 χρόνο, είχα αποφασίσει να βάλω κάποιες προτεραιότητες για τον επόμενο σταθμό της καριέρας μου. Το “κυνήγησα” πάρα πολύ να είμαι στο εξωτερικό και ήθελα να πάω σε μια λίγκα που θεωρείται υψηλού επιπέδου σε θέματα κουλτούρας και οργάνωσης. Τη λιθουανική λίγκα την είχα στις προτεραιότητές μου. Ο ατζέντης μου με ενημέρωσε ότι η Νεπτούνας προχώρησε σε μια αποδέσμευση προπονητή και με ρώτησε αν θα με ενδιέφερε. Ήταν ένας απ’ τους στόχους μου η Λιθουανία, οπότε ξεκίνησα να έχω κάποιες επαφές με την ομάδα. Έμεινα εντυπωσιασμένος με τον τρόπο που είχαμε επικοινωνία, όλες οι επαφές ήταν με τον GM της ομάδας. Στη Λιθουανία ο πρόεδρος έχει ορίσει τον GM για τις αποφάσεις και αυτός επιλέγει τους προπονητές και τους παίκτες. Είχα να κάνω επαφές με έναν άνθρωπο γνώστη του ευρωπαϊκού μπάσκετ, τον Μαρτίνας Μαζέικα που είναι θρύλος για την ομάδα. Όλη η συζήτησή μας γύρω απ’ τη Νεπτούνας ήταν καθαρά σε θέματα φιλοσοφίας μπάσκετ, να δούμε ότι έχουμε κοινή γραμμή. Υπήρχε ταύτιση απόψεων και με τον τρόπο που σκέφτομαι και προπονώ στο μπάσκετ. Υπήρχε μια πολύ καλή επικοινωνία. Ευτυχώς υπήρξε συμφωνία και την επόμενη μέρα πήρα το αεροπλάνο και ήρθα στη Λιθουανία».

 

Για τις έως τώρα εντυπώσεις: «Είναι πολύ μικρό το χρονικό διάστημα που βρίσκομαι εδώ. Είμαι μόλις 2.5 βδομάδες, αλλά πραγματικά οι πρώτες εντυπώσεις είναι εξαιρετικές. Ήξερα κι από πριν ότι το μπάσκετ είναι πολύ σημαντικό προϊόν για τους Λιθουανούς. Η οργάνωσή τους είναι εξαιρετική. Απ’ την πρώτη μέρα που ήρθα στην ομάδα ήταν τα πάντα έτοιμα για ‘μένα, το σπίτι μου, το αυτοκίνητό μου. Οι εγκαταστάσεις είναι εξαιρετικές, έχουν το προπονητήριό τους, την αρένα που είναι 5.5 χιλιάδων θέσεων. Σε θέματα οργάνωσης, επειδή γι’ αυτούς το μπάσκετ είναι το νούμερο ένα στον αθλητισμό και το αγαπούν πάρα πολύ, έχουν “χτίσει” όλο το οικοδόμημα σε πολύ στέρεες βάσεις».

Για τη Νεπτούνας: «Η Κλαϊπέντα είναι η 3η μεγαλύτερή πόλη της Λιθουανίας. Η Νεπτούνας έχει μεγάλη ιστορία ως ομάδα. Είχαν κάποια προβλήματα τα προηγούμενα χρόνια και τα τελευταία χρόνια έχουν “χαράξει” μια πορεία να ξαναμπούν στον ευρωπαϊκό μπασκετικό χάρτη. Οι φιλοδοξίες είναι τεράστιες στην ομάδα, θέλουν να παίξουν σε ευρωπαϊκή διοργάνωση, αλλά δε βιάζονται. Αυτός είναι ο μόνος τρόπος για να μπορέσεις να “χτίσεις” υγιή εξέλιξη και να μπορέσει η ομάδα να κάνει τα σωστά βήματα. “Έχτισαν” μια ομάδα τον τελευταίο 1.5 χρόνο που ο κύριος Μαζέικα είναι GM και προσπαθούν σε ένα πολύ δύσκολο πρωτάθλημα. Για να μπορέσεις να φτάσεις στο top-4 του εθνικού πρωταθλήματος χρειάζεται χρόνος και να δημιουργήσεις μια πραγματικά πολύ καλή ομάδα. Πέρυσι η Νεπτούνας τερμάτισε στην 8η θέση και ο φετινός στόχος είναι να τερματίσει η ομάδα ακόμα ψηλότερα. Θα προσπαθήσουμε να κάνουμε την καλύτερη δυνατή δουλειά».

Για τη μπασκετική κουλτούρα στη Λιθουανία: «Σε μια απ’ τις προπονήσεις μετά τον αγώνα είπα στον γυμναστή να κάνουμε για ζέσταμα ένα παιχνίδι ποδοσφαίρου μες στη σάλα. Γελούσαν οι Λιθουανοί και είπαν “Για εμάς το ποδόσφαιρο είναι σαν να μην υπάρχει στη χώρα μας”. Στη Λιθουανία δεν υπάρχει οικειότητα με το ποδόσφαιρο. Όλα τα παιδιά, όμως, το γνωρίζουν κι έτσι έπαιξαν και το ευχαριστήθηκαν. Είχα την ευκαιρία να πάω να δω το ντέρμπι Ζάλγκιρις-Ρίτας, σε ένα κατάμεστο γήπεδο 14-15 χιλιάδων θέσεων, όπου ήταν και φίλαθλοι της Ρίτας μέσα στο γήπεδο, σε ένα πέταλο χωρίς αστυνομία. Είχε εκπληκτική ατμόσφαιρα το ντέρμπι μέχρι το τελευταίο δευτερόλεπτο. Όλο αυτό που έβλεπα ήταν κάτι εκπληκτικό. Να βλέπεις χωρίς αστυνομία οπαδούς και των δύο ομάδων και χωρίς να υπάρχει οποιαδήποτε μορφή σκέψης για βία, ήταν κάτι πραγματικά εντυπωσιακό. Αν το νιώσεις από κοντά αυτό το συναίσθημα, είναι κάτι το ξεχωριστό».

Για το άκουσμα του Εθνικού Ύμνου πριν από κάθε παιχνίδι στη Λιθουανία: «Τη Δευτέρα είχαμε ένα εντός έδρας παιχνίδι. Είχαμε μπάντα του στρατού που ήρθε, έπαιξε μουσική, μετά ακούστηκε ο Εθνικός Ύμνος, ήταν όλοι όρθιοι. Ήταν πραγματικά πολύ ωραίο αυτό που έβλεπα. Το ίδιο γίνεται και στην Αμερική. Είναι πολύ όμορφο για ένα παιδί να έρχεται και να ακούει τον Εθνικό Ύμνο και σκεφτόμουν για ποιον λόγο δεν το βλέπουμε αυτό στα ελληνικά γήπεδα και αν μπορεί να γίνει. Σαν ένας… ξένος που έβλεπε αυτό το πράγμα, μου έδωσε ένα έντονο συναίσθημα, το οποίο μού άρεσε. Σε όλα τα ματς πριν την έναρξη ακούγεται ο Εθνικός Ύμνος. Αλλά δεν είναι μόνο αυτό, είναι το πώς το δημιουργούν».

Για το αν εκεί ζει το μπάσκετ όπως θα ήθελε να το ζήσει: «Όταν είσαι μες στις τέσσερις γραμμές, το οποίο το λέω και στους παίκτες μου, τα συναισθήματα που έχεις τη χαρά να ζεις είναι μοναδικά και έντονα. Όταν είσαι εκτός χώρου για οποιονδήποτε λόγο, καταλαβαίνεις ότι τις στιγμές αυτές πρέπει να τις απολαμβάνεις, γιατί η καριέρα ενός παίκτη τελειώνει νωρίς ή ο προπονητής μπορεί ανά πάσα στιγμή να πάρει τη βαλίτσα του και να φύγει. Είναι σημαντικό όταν είσαι στις τέσσερις γραμμές να μη “δηλητηριάζεις” το μυαλό σου χωρίς λόγο με πράγματα που μπορεί να στο χαλάσουν. Εγώ, έχοντας αυτήν την εμπειρία σε μια τόσο καλή και μπασκετική λίγκα, ανάμεσα σε ανθρώπους που με πλησίασαν τόσο πολύ, έχω έναν ακόμα λόγο να το ευχαριστιέμαι».

Για το με τι θα ήταν ικανοποιημένος στο τέλος της σεζόν: «Λένε ότι η αρχή είναι το ήμισυ του παντός, αλλά, κατά τη γνώμη μου, η τελευταία εικόνα είναι αυτή που μένει. Οπότε είναι πολύ σημαντικό να φτάσουμε στα play-offs κι εκεί να προσπαθήσουμε να κάνουμε κάτι καλό. Σίγουρα θα παίξουμε με μειονέκτημα έδρας, με μία ομάδα απ’ τις top-4, γιατί είναι δύσκολο να τερματίσουμε στην πρώτη τετράδα. Στα play-offs θα πρέπει να είμαστε έτοιμοι ως ομάδα και να βάλουμε δύσκολα σε όποιον αντίπαλο κι αν αντιμετωπίσουμε».

Για τη θητεία του στην Ούνικς Καζάν (2014-15): «Ήταν διαφορετικές οι εμπειρίες. Η Ούνικς ήταν η πρώτη μου επαφή στο εξωτερικό. Πήγα με τον κόουτς Πεδουλάκη σε μια ομάδα που έπρεπε να “χτιστεί” για την Ευρωλίγκα. Εμείς θέλαμε να αλλάξουμε κάποια πράγματα που δεν ήταν τόσο εύκολο να αλλάξουν στη νοοτροπία τους. Είχαμε επιλέξει εξαιρετικούς παίκτες, όπως ο Κιθ Λάνγκφορντ. Η προσαρμογή ήταν δύσκολη και για τους παίκτες και για τους προπονητές. Για μια ομάδα που πρέπει να παίζει “διπλά” παιχνίδια με τόσο μεγάλα ταξίδια ήταν πραγματικά δύσκολο. Ήταν η πρώτη μου επαφή στο εξωτερικό και τότε είχε γεννηθεί και το πρώτο μου παιδί. Έχω πολύ ωραίες αναμνήσεις απ’ το Καζάν και ακόμη έχω εξαιρετικές σχέσεις με τους ανθρώπους».

Για το πέρασμά του απ’ τον ΑΠΟΕΛ (2015-16): «Μετά το πρώτο πέρασμά μου απ’ τον Παναθηναϊκό, πήγα στην Κύπρο για 6 μήνες. Έχω πολλούς φίλους απ’ την Κύπρο και όχι μόνο μέσα απ’ τον ΑΠΟΕΛ. Οι άνθρωποι ήταν πάρα πολύ ευγενικοί και με αποδέχτηκαν. Πήραμε ένα Κύπελλο με το ΑΠΟΕΛ μετά από πάρα πολλά χρόνια και ήταν όλοι πάρα πολύ ικανοποιημένοι. Ήταν μικρό το πέρασμά μου, αλλά πραγματικά έχω πολλούς φίλους απ’ το κυπριακό μπάσκετ και είμαι πολύ χαρούμενος γι’ αυτό».

Για το πέρασμά του απ’ την Ουγγαρία και τη Ντέμπρετσεν (2021-22): «Ήταν μεγάλο μάθημα για ‘μένα ότι το νούμερο ένα πράγμα που πρέπει να κάνει ένας προπονητής και ένας άνθρωπος όταν πάει σε μια χώρα είναι η προσαρμοστικότητα, να μπορεί να είναι πιο ευέλικτος. Εγώ προσπάθησα στην Ουγγαρία να αλλάξω αρκετά πράγματα βάσει της κουλτούρας και των εικόνων που έχω. Αυτό πολλές φορές θέλει χρόνο και ο προπονητής δεν έχει χρόνο να αλλάξει πάρα πολλά πράγματα. Για ‘μένα ήταν ένα πολύ σημαντικό “σχολείο”, που με βοήθησε να είμαι έτοιμος για το επόμενο βήμα».